Συνεργάτης στα πολωνικά

Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współpracownik, ofiarodawca, udziałowiec, wkład, czynnikiem, przyczynia, przyczynia się
Συνεργάτης στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεργάτης

συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας πολωνικά, συνεργάτης στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • συνεργάζομαι στα πολωνικά - skooperować, współdziałać, kooperować, pomagać, współpracować, współpracy, współpracują, ...
  • συνεργάσιμος στα πολωνικά - uczynny, spółdzielnia, spółdzielczy, wspólny, pomocny, spółdzielni, spółdzielnię, ...
  • συνεργασία στα πολωνικά - pomoc, partnerstwo, kolaboracja, współpraca, spółdzielczość, współudział, wspólnota, ...
  • συνεργός στα πολωνικά - współsprawca, akcesoria, przybory, dodatek, wyposażenie, osprzęt, wspólnik, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: współpracownik, ofiarodawca, udziałowiec, wkład, czynnikiem, przyczynia, przyczynia się