Μέτοχος στα πολωνικά

Μετάφραση: μέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
udziałowiec, akcjonariusz, wspólnik, akcjonariuszem, udziałowcem
Μέτοχος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέτοχος

βασικόσ μέτοχοσ, μέτοχος ορισμός, κυρίαρχος μέτοχος, αφανήσ μέτοχοσ, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος λεξικό γλώσσας πολωνικά, μέτοχος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μέσον στα πολωνικά - pośredni, sposób, średni, medium, ośrodek, środek, średniej
  • μέσος στα πολωνικά - średnioroczny, równać, przeciętna, przeciętny, wynosić, statystyczny, średni, ...
  • μέτρηση στα πολωνικά - wymierzenie, wycena, gabaryt, rozmiar, wymiar, taksowanie, mierzenie, ...
  • μέτριος στα πολωνικά - pośredni, znośny, przechodni, hamować, wstrzemięźliwy, umiarkowany, przeciętny, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτοχος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: udziałowiec, akcjonariusz, wspólnik, akcjonariuszem, udziałowcem