Udzielać στα ελληνικά
Μετάφραση: udzielać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληροφορώ, χορηγώ, απονέμω, επίδομα, συγκατάθεση, υποτροφία, διάλεξη, συμφωνία, μεταβιβάζω, φανελάκι, δανείζω, φανέλα, επιχορηγώ, διανέμω, νουθετώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brew στα ελληνικά - φρύδι, φρυδιών, των φρυδιών, φρύδια, τα Φρύδια
- dyby στα ελληνικά - αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές
- gosia στα ελληνικά - Goshia
- harcerka στα ελληνικά - Κορίτσι, Το κορίτσι, Girl, κορίτσι που, Το κορίτσι που
Τυχαίες λέξεις
Udzielać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληροφορώ, χορηγώ, απονέμω, επίδομα, συγκατάθεση, υποτροφία, διάλεξη, συμφωνία, μεταβιβάζω, φανελάκι, δανείζω, φανέλα, επιχορηγώ, διανέμω, νουθετώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Μεταφράσεις: πληροφορώ, χορηγώ, απονέμω, επίδομα, συγκατάθεση, υποτροφία, διάλεξη, συμφωνία, μεταβιβάζω, φανελάκι, δανείζω, φανέλα, επιχορηγώ, διανέμω, νουθετώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί