Ukształtować στα ελληνικά

Μετάφραση: ukształtować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχήμα, μορφώνω, διαμορφώνω, σχηματίζω, μορφή, σχήματος, το σχήμα, μορφής
Ukształtować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • analfabeta στα ελληνικά - αναλφάβητος, αγράμματος, αναλφάβητοι, αναλφάβητους, αναλφάβητο
  • bezwzględnie στα ελληνικά - αυστηρά, τελείως, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
  • biegunowość στα ελληνικά - πόλωση, πολικότητα, πολικότητας, πολικότητος, την πολικότητα
  • etiologiczny στα ελληνικά - αιτιολογικός, αιτιολογικοί, αιτιολογικό, αιτιολογική, αιτιολογικών
Τυχαίες λέξεις
Ukształtować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχήμα, μορφώνω, διαμορφώνω, σχηματίζω, μορφή, σχήματος, το σχήμα, μορφής