Ulegać στα ελληνικά

Μετάφραση: ulegać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγή, υπήκοος, αντικείμενο, αναβάλλω, υποκύπτω, υποκείμενο, σοδειά, θέμα, υπόκεινται, υπόκειται
Ulegać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beztlenowiec στα ελληνικά - αναερόβιος οργανισμός, αναερόβιο, αναερόβιος, αναερόβια, αναερόβιων
  • bezusterkowy στα ελληνικά - άψογος, άψογη, άψογο, την άψογη, άψογα
  • ekwipunek στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
  • elżbieta στα ελληνικά - Ελισάβετ, Elizabeth, Ελίζαμπεθ, η Ελισάβετ, η Elizabeth
Τυχαίες λέξεις
Ulegać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγή, υπήκοος, αντικείμενο, αναβάλλω, υποκύπτω, υποκείμενο, σοδειά, θέμα, υπόκεινται, υπόκειται