Umieć στα ελληνικά

Μετάφραση: umieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωρίζω, κουτί, ξέρω, μπορώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Umieć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antymagnetyczny στα ελληνικά - Antymagnetyczny
  • barierka στα ελληνικά - μπαριέρα, προστατευτικού φράγματος αποφυγής συγκρούσεων, φράγματος αποφυγής συγκρούσεων, κιγκλιδώματος πρόσκρουσης, προστατευτικό φράγμα αποφυγής συγκρούσεων
  • cyngiel στα ελληνικά - σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
  • inwariant στα ελληνικά - αμετάβλητες, αμετάβλητο, αμετάβλητα, αναλλοίωτο, αμετάβλητη
Τυχαίες λέξεις
Umieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωρίζω, κουτί, ξέρω, μπορώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση