Umożliwiać στα ελληνικά
Μετάφραση: umożliwiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζομαι, διευκολύνω, επιτρέπω, αφήνω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akwamaryna στα ελληνικά - ύδωρ, ακουαμαρίνης, γαλαζοπράσινα, γαλαζοπράσινη, ακουαμαρίνα, γαλαζοπράσινο
- długookresowy στα ελληνικά - μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
- elegia στα ελληνικά - ελεγεία, ελεγείο, ελεγείας, η ελεγεία, την ελεγεία
- galeon στα ελληνικά - γαλέρα, Galleon, Γαλιόνι
Τυχαίες λέξεις
Umożliwiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, διευκολύνω, επιτρέπω, αφήνω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, διευκολύνω, επιτρέπω, αφήνω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει