Uniemożliwiać στα ελληνικά
Μετάφραση: uniemożliwiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποδίζω, προλαβαίνω, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις
- asymilacja στα ελληνικά - αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
- chowany στα ελληνικά - ανασυρόμενη, αναδιπλούμενη, εισελκόμενη, ανασυρόμενο, ανασυρόμενος
- gręplarz στα ελληνικά - λιαναριστής, λανάρας, λανάρι, λαναριού, λανάρα
- inhalator στα ελληνικά - εισπνευστήρ, εισπνευστήρα, συσκευή εισπνοής, συσκευής εισπνοής, εισπνοής
Τυχαίες λέξεις
Uniemożliwiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποδίζω, προλαβαίνω, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις: εμποδίζω, προλαβαίνω, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει