Upewnienie στα ελληνικά
Μετάφραση: upewnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγγύηση, σιγουριά, διαβεβαίωση, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, διασφάλιση της
Μεταφράσεις
- awanturniczość στα ελληνικά - adventurousness, περιπετειώδη, περιπετειώδη αναζήτηση
- burzyciel στα ελληνικά - τορπιλικό, ναυαγοσώστης, αφανιστής, κατεδαφιστής, wrecker, καταστροφέας
- cholerstwo στα ελληνικά - δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο
- interpolator στα ελληνικά - παρεισάγων, νοθευτής, παρεμβολής, παρεμβολέα
Τυχαίες λέξεις
Upewnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγγύηση, σιγουριά, διαβεβαίωση, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, διασφάλιση της
Μεταφράσεις: εγγύηση, σιγουριά, διαβεβαίωση, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της, διασφάλιση της