Uprawnienie στα ελληνικά

Μετάφραση: uprawnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντία, εξουσία, δεξιός, ελευθερία, δικαίωμα, σωστός, τίτλος, ένταλμα, κύρος, δύναμη, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
Uprawnienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apolityczny στα ελληνικά - μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
  • banicja στα ελληνικά - εξορίζω, εξορία, αποκλεισμός, απαγόρευση, αποκλείω, απαγορεύω, εξορίας, ...
  • bułat στα ελληνικά - γιαταγάνι, scimitar, γιαταγάνια, χαντζάρι
  • erozja στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
Τυχαίες λέξεις
Uprawnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντία, εξουσία, δεξιός, ελευθερία, δικαίωμα, σωστός, τίτλος, ένταλμα, κύρος, δύναμη, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας