Urządzać στα ελληνικά
Μετάφραση: urządzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανονίζω, επιβάλλω, τακτοποιώ, αυξάνομαι, εργοστάσιο, φωλιάζω, ανεβαίνω, φυτό, φυτεύω, βουνό, επιπλώνω, θεσπίζω, προμηθεύω, όρος, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- błyskawica στα ελληνικά - αστραπές, αστραπή, κεραυνούς, κεραυνό, κεραυνού
- eksperymentowanie στα ελληνικά - πείραμα, πειραματίζομαι, πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό
- erotyka στα ελληνικά - erotica, ερωτισμό, τον ερωτισμό, ερωτική, ερωτισμού
- eutanazja στα ελληνικά - ευθανασία, ευθανασίας, την ευθανασία, η ευθανασία, της ευθανασίας
Τυχαίες λέξεις
Urządzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, επιβάλλω, τακτοποιώ, αυξάνομαι, εργοστάσιο, φωλιάζω, ανεβαίνω, φυτό, φυτεύω, βουνό, επιπλώνω, θεσπίζω, προμηθεύω, όρος, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, επιβάλλω, τακτοποιώ, αυξάνομαι, εργοστάσιο, φωλιάζω, ανεβαίνω, φυτό, φυτεύω, βουνό, επιπλώνω, θεσπίζω, προμηθεύω, όρος, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά