Usadzić στα ελληνικά

Μετάφραση: usadzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμός
Usadzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • byle στα ελληνικά - τόσο, έτσι, κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
  • cynizm στα ελληνικά - κυνισμός, κυνισμό, κυνισμού, τον κυνισμό, ο κυνισμός
  • fascynować στα ελληνικά - σαγηνεύω, γοητεύω, συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει
  • hajdamak στα ελληνικά - ληστής, κακούργος, κτηνώδης, τυχοδιώκτη, ελεεινής
Τυχαίες λέξεις
Usadzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμός