Usprawiedliwiać στα ελληνικά
Μετάφραση: usprawiedliwiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιολογώ, ένταλμα, δικαιολογία, δικαιώνω, απαλλάσσω, συγχωρώ, αφορμή, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezwładny στα ελληνικά - χαλαρός, αδρανής, κουτσαίνω, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς
- cukrzenie στα ελληνικά - ζάχαρη, σακχάρου, γλυκασμός, σακχάρων, ο γλυκασμός, και σάκχαρα
- dopasowanie στα ελληνικά - αγώνας, ρύθμιση, ταιριάζω, συνταιριάζω, σπίρτο, ταιριάζει, ταιριάζουν, ...
- dziennikarz στα ελληνικά - δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο, ο δημοσιογράφος
Τυχαίες λέξεις
Usprawiedliwiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, ένταλμα, δικαιολογία, δικαιώνω, απαλλάσσω, συγχωρώ, αφορμή, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, ένταλμα, δικαιολογία, δικαιώνω, απαλλάσσω, συγχωρώ, αφορμή, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν