Ustalenie στα ελληνικά
Μετάφραση: ustalenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύρημα, οικισμός, φτιάχνω, απόφαση, για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού
Μεταφράσεις
- bezprawność στα ελληνικά - παρανομία, ελλείψεως νομιμότητας, παράνομο, παρανομίας, έλλειψη νομιμότητας
- czeladnik στα ελληνικά - δόκιμος, ειδικευμένος τεχνίτης, τεχνίτη, τεχνίτης, από τεχνίτη, τον τεχνίτη
- determinacja στα ελληνικά - οδηγώ, αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- determinować στα ελληνικά - κυβερνώ, ιθύνω, υπολογίζω, αποφασίζω, διέπω, προσδιορίζω, καθορίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ustalenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύρημα, οικισμός, φτιάχνω, απόφαση, για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού
Μεταφράσεις: εύρημα, οικισμός, φτιάχνω, απόφαση, για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού