Ustanawiać στα ελληνικά

Μετάφραση: ustanawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, διαπιστώνω, ξεκίνημα, καθιερώνω, συγκροτώ, κανονίζω, αποτελώ, ξεκινώ, αρχή, επιβάλλω, εγκαθίσταμαι, ιδρύω, θεσπίζω, μορφή, δελτίο, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Ustanawiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achromatyczny στα ελληνικά - αχρώματος, αχρωστικός, αχρωματικος, achromatic, αχρωματικούς
  • doradzić στα ελληνικά - συμβουλεύω, συνιστώ, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
  • doszczętny στα ελληνικά - ριζικός, περατώνω, ολοκληρώνω, λεπτομερής, ολόκληρος, εξονυχιστικός, σκούπισμα, ...
  • ekwiwalencja στα ελληνικά - ισοδυναμία, ισοδυναμίας, ισοτιμίας, ισοτιμία, της ισοδυναμίας
Τυχαίες λέξεις
Ustanawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, διαπιστώνω, ξεκίνημα, καθιερώνω, συγκροτώ, κανονίζω, αποτελώ, ξεκινώ, αρχή, επιβάλλω, εγκαθίσταμαι, ιδρύω, θεσπίζω, μορφή, δελτίο, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει