Usytuować στα ελληνικά
Μετάφραση: usytuować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, τόπος, τοποθετώ, τοποθετούν, οριοθετήσει, τοποθετήσει, τοποθετήσουν, τοποθετήσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ekskluzywny στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- hiperbola στα ελληνικά - υπερβολή, υπερβολές, υπερβολής, η υπερβολή, την υπερβολή
- inkrustować στα ελληνικά - κρούστα
Τυχαίες λέξεις
Usytuować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, τόπος, τοποθετώ, τοποθετούν, οριοθετήσει, τοποθετήσει, τοποθετήσουν, τοποθετήσουμε
Μεταφράσεις: μέρος, τόπος, τοποθετώ, τοποθετούν, οριοθετήσει, τοποθετήσει, τοποθετήσουν, τοποθετήσουμε