Utopić στα ελληνικά
Μετάφραση: utopić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, πνίγομαι, πνίγω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- andradyt στα ελληνικά - ανδραδίτης
- cudaczność στα ελληνικά - whimsicality
- egzorcyzm στα ελληνικά - εξορκισμός, εξορκισμό, εξορκισμού, τον εξορκισμό, εξορκισμών
- funt στα ελληνικά - μάντρα, λίμπρα, λίβρα, κοπανίζω, λίρα, λιβρών, λίρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Utopić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, πνίγομαι, πνίγω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν
Μεταφράσεις: λιώνω, πνίγομαι, πνίγω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν