Uwalać στα ελληνικά
Μετάφραση: uwalać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερωμένος, βρώμικος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezmyślność στα ελληνικά - κενό, απερισκεψία, επιπολαιότητα, απερισκεψίας, η επιπολαιότητα, την απερισκεψία
- cienias στα ελληνικά - πραγματάκι, μαραφέτι, thingy
- doradzić στα ελληνικά - συμβουλεύω, συνιστώ, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
- fasolka στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, τα φασόλια, κόκκους, φασολιών, κόκκοι
Τυχαίες λέξεις
Uwalać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος
Μεταφράσεις: λερωμένος, βρώμικος