Uzdrawiać στα ελληνικά
Μετάφραση: uzdrawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, γιατρεύω, παστώνω, καπνίζω, επουλώνω, θεραπεύω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antykatoda στα ελληνικά - αντικάθοδος
- debata στα ελληνικά - συζήτηση, διαφωνία, επιχείρημα, λογομαχία, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, ...
- fornal στα ελληνικά - γαμπρός, ιπποκόμος, γαμπρό, γαμπρού, του γαμπρού, ο γαμπρός
- fryzjer στα ελληνικά - κομμώτρια, κομμωτής, κουρέας, κομμωτήριο, κομμωτή, Κομωτήριο
Τυχαίες λέξεις
Uzdrawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, γιατρεύω, παστώνω, καπνίζω, επουλώνω, θεραπεύω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Μεταφράσεις: αλατίζω, γιατρεύω, παστώνω, καπνίζω, επουλώνω, θεραπεύω, επουλώνομαι, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται