Uznawać στα ελληνικά

Μετάφραση: uznawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, αφήνω, επιδοκιμάζω, αναγνωρίζω, λαμβάνω, παραλαμβάνω, συγκατάθεση, εγκρίνω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
Uznawać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezgranicznie στα ελληνικά - εξαιρετικά, απεριόριστα, άπειρα
  • demodulacja στα ελληνικά - αποδιαμόρφωση, αποδιαμόρφωσης, αποδιαμορφωτικό, την αποδιαμόρφωση, αποδιαμορφώσεως
  • dobrodziejstwo στα ελληνικά - όφελος, ευλογία, επωφελούμαι, επίδομα, ωφέλεια, πλεονέκτημα, οφέλους, ...
  • dystrybuowanie στα ελληνικά - διανομή, κατανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Τυχαίες λέξεις
Uznawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, αφήνω, επιδοκιμάζω, αναγνωρίζω, λαμβάνω, παραλαμβάνω, συγκατάθεση, εγκρίνω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν