Uzupełniać στα ελληνικά

Μετάφραση: uzupełniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περατώνω, περίτεχνος, ολοκληρώνω, ανεφοδιάζω, συμπλήρωμα, αναπληρώ, ολόκληρος, συμπληρώνω, λεπτομερής, προσεγμένος, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα
Uzupełniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barokowy στα ελληνικά - μπαρόκ, Baroque, το μπαρόκ, μπαρόκ Της, του Μπαρόκ
  • dawka στα ελληνικά - βρέχω, μουσκεύω, δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, ...
  • ischias στα ελληνικά - ισχιαλγία, ισχιαλγίες, ισχιαλγίας, ισχυαλγία, η ισχιαλγία
Τυχαίες λέξεις
Uzupełniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περατώνω, περίτεχνος, ολοκληρώνω, ανεφοδιάζω, συμπλήρωμα, αναπληρώ, ολόκληρος, συμπληρώνω, λεπτομερής, προσεγμένος, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα