Uzyskać στα ελληνικά

Μετάφραση: uzyskać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτυγχάνω, αποκτώ, προμηθεύομαι, κατορθώνω, εκχύλισμα, αποσπώ, απολαβή, προκρίνομαι, αποκτήσουν, την απόκτηση, αποκτήσετε, αποκτήσει, απόκτηση
Uzyskać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arachid στα ελληνικά - φυστίκι, φιστίκι, φυστικέλαιο, αραχιδέλαιο, φυστικιών
  • atomizować στα ελληνικά - ψεκάζω, ψεκάσει, ψεκάζουν, την εξαέρωση, εξαερωθούν
  • cudzołóstwo στα ελληνικά - μοιχεία, μοιχείας, τη μοιχεία, η μοιχεία, για μοιχεία
  • czkać στα ελληνικά - φτάρνισμα, φταρνίζομαι, βρίζω, ρευτούν, ρέψιμο, ρέει η, belch
Τυχαίες λέξεις
Uzyskać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτυγχάνω, αποκτώ, προμηθεύομαι, κατορθώνω, εκχύλισμα, αποσπώ, απολαβή, προκρίνομαι, αποκτήσουν, την απόκτηση, αποκτήσετε, αποκτήσει, απόκτηση