Wątły στα ελληνικά
Μετάφραση: wątły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυδρός, φίνος, λιποθυμώ, αδυνατίζω, ανίσχυρος, αδύναμος, μαλθακός, χαμηλός, εύθραυστος, λεπτός, φτωχός, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cało στα ελληνικά - όλα, όλος, όλες, ασφάλεια, με ασφάλεια, ασφαλή, ασφαλώς
- chlustać στα ελληνικά - αναβλύζω, ξεπετάγομαι
- dostrojenie στα ελληνικά - μελωδία, ρύθμιση, κουρδίζω, κούρδισμα, συντονισμού, συντονισμός, συντονισμό
- dwuliniowy στα ελληνικά - διγραμμική, διγραμμικός, διγραμμικό, διγραμμικού, διγραμμικά
Τυχαίες λέξεις
Wątły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυδρός, φίνος, λιποθυμώ, αδυνατίζω, ανίσχυρος, αδύναμος, μαλθακός, χαμηλός, εύθραυστος, λεπτός, φτωχός, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς
Μεταφράσεις: αμυδρός, φίνος, λιποθυμώ, αδυνατίζω, ανίσχυρος, αδύναμος, μαλθακός, χαμηλός, εύθραυστος, λεπτός, φτωχός, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς