Wędrować στα ελληνικά

Μετάφραση: wędrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδημώ, μεταναστεύω, μόρτης, πεζοπορία, περιφέρομαι, σουλατσάρω, τριγυρίζω, αλήτης, αγύρτης, περιπλανιέμαι, περιπλανώμαι, περιφέρονται, περιαγωγή, περιαγ
Wędrować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asymetria στα ελληνικά - ασυμμετρία, ασυμμετρίας, η ασυμμετρία, την ασυμμετρία, της ασυμμετρίας
  • czek στα ελληνικά - ανακόπτω, σταματώ, επιταγή, αναχαιτίζω, ελεγκτής, καρέ, έλεγχος, ...
  • dowodzenie στα ελληνικά - επίδειξη, διαδήλωση, εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εντολών, ...
  • geologicznie στα ελληνικά - γεωλογικά, γεωλογικούς σχηματισμούς, γεωλογική, γεωλογικής, σε γεωλογικούς σχηματισμούς
Τυχαίες λέξεις
Wędrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδημώ, μεταναστεύω, μόρτης, πεζοπορία, περιφέρομαι, σουλατσάρω, τριγυρίζω, αλήτης, αγύρτης, περιπλανιέμαι, περιπλανώμαι, περιφέρονται, περιαγωγή, περιαγ