Węszyć στα ελληνικά

Μετάφραση: węszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οσμή, μύτη, μυρωδιά, άρωμα, ευωδία, φωλιάζω, χώνω με την μύτη, μαζεύομαι πλησίο, χώνομαι με την μύτη
Węszyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deskowanie στα ελληνικά - σανίδωμα, επιβίβαση, επιβίβασης, την επιβίβαση, κράτηση, κράτησης
  • gejzer στα ελληνικά - θερμοσίφωνας, θερμοπίδακας, αναβλύζω, θερμοσίφωνα, Θερμοπίδακας, geyser, στολιδάκι
  • grobla στα ελληνικά - τυφλοπόντικας, μόλος, κράσπεδο, τάφρος, ανάχωμα, αποβάθρα, φράγμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Węszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οσμή, μύτη, μυρωδιά, άρωμα, ευωδία, φωλιάζω, χώνω με την μύτη, μαζεύομαι πλησίο, χώνομαι με την μύτη