Włókno στα ελληνικά
Μετάφραση: włókno, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νημάτιο, κύριος, κλώνος, συνδετήρας, βασικός, δημητριακά, κόκκος, ίνα, σπυρί, νήμα, εξοκέλλω, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- demagogiczny στα ελληνικά - δημαγωγικός, δημαγωγικές, δημαγωγική, δημαγωγικό, δημαγωγικά
- gęstnieć στα ελληνικά - πυκνώνω, δένω, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, ...
- hydrologiczny στα ελληνικά - υδρολογικών, υδρολογικά, υδρολογικές, υδρολογική, υδρολογικό
- implodować στα ελληνικά - implode, συμπυκνώνουν, εκραγούν, εκραγεί, σκάνε
Τυχαίες λέξεις
Włókno στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νημάτιο, κύριος, κλώνος, συνδετήρας, βασικός, δημητριακά, κόκκος, ίνα, σπυρί, νήμα, εξοκέλλω, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
Μεταφράσεις: νημάτιο, κύριος, κλώνος, συνδετήρας, βασικός, δημητριακά, κόκκος, ίνα, σπυρί, νήμα, εξοκέλλω, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες