Włączać στα ελληνικά

Μετάφραση: włączać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλαγή, επιτρέπω, ενσωματώνω, συσσωματώνω, εμπλέκω, διακόπτης, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, φωλιά, εκφράζω, αλλάζω, φωλιάζω, ενσαρκώνω, θαλάμη, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την
Włączać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bagnisty στα ελληνικά - ελώδης, ελώδεις, ελώδες, boggy, ελώδη, βαλτώδες
  • eksterytorialny στα ελληνικά - ετεροδικία, εξωεδαφική, ετερόδικων, εξωεδαφικής, εξωεδαφικών
  • elektrofizjologia στα ελληνικά - ηλεκτροφυσιολογίας, ηλεκτροφυσιολογικές, ηλεκτροφυσιολογία, την ηλεκτροφυσιολογία, ηλεκτροφυσιολογία της
  • jaglica στα ελληνικά - τράχωμα, τραχώματος, το τράχωμα, του τραχώματος, τραχώματος που
Τυχαίες λέξεις
Włączać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλαγή, επιτρέπω, ενσωματώνω, συσσωματώνω, εμπλέκω, διακόπτης, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, φωλιά, εκφράζω, αλλάζω, φωλιάζω, ενσαρκώνω, θαλάμη, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την