Właściwość στα ελληνικά
Μετάφραση: właściwość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδίδω, χαρακτηριστικό, τρόπος, επάρκεια, ιδιότητα, σουσούμι, ποιότητα, σκοπιμότητα, έξη, αξία, συνήθεια, αφιέρωμα, ορθότητα, χωρητικότητα, αρμοδιότητα, ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bibelot στα ελληνικά - μπιχλιμπίδι, μπριζόλα, κόσμημα μικρής αξίας, κοσμημάτιο, trinket
- cynober στα ελληνικά - κιννάβαρι, Cinnabar, κινναβαρίτης, κιννάβαρης, κινναβάρι
- dekapitacja στα ελληνικά - αποκεφαλισμός, αποκεφαλισμό, αποκεφαλισμού, τον αποκεφαλισμό
- doktrynalny στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικά, δογματικές, δογματικών
Τυχαίες λέξεις
Właściwość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδίδω, χαρακτηριστικό, τρόπος, επάρκεια, ιδιότητα, σουσούμι, ποιότητα, σκοπιμότητα, έξη, αξία, συνήθεια, αφιέρωμα, ορθότητα, χωρητικότητα, αρμοδιότητα, ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Μεταφράσεις: αποδίδω, χαρακτηριστικό, τρόπος, επάρκεια, ιδιότητα, σουσούμι, ποιότητα, σκοπιμότητα, έξη, αξία, συνήθεια, αφιέρωμα, ορθότητα, χωρητικότητα, αρμοδιότητα, ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο