Ιδιότητα στα πολωνικά

Μετάφραση: ιδιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyporządkować, właściwość, przymiot, cecha, przydawka, własność, przymiotnik, przypisywać, atrybut, nieruchomość, majątek, mienie
Ιδιότητα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιότητα

ιδιότητα αγγλικά, ιδιότητα του πολίτη και εκπαίδευση, ιδιότητα darboux, ιδιότητα του πολίτη, ιδιότητα μετάφραση, ιδιότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, ιδιότητα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ιδιωτικός στα πολωνικά - poufny, ustronny, tajny, szeregowiec, prywatny, prywata, szeregowy, ...
  • ιδιόμορφος στα πολωνικά - dziwaczny, osobliwy, szczególny, niezwykły, dziwny, pojedynczy, indywidualny, ...
  • ιδιότροπος στα πολωνικά - cudaczny, żartobliwy, kapryśny, wybuchowy, dziwaczny, fantazyjny, whimsical, ...
  • ιδού στα πολωνικά - ujrzeć, spostrzegać, lo, oto, pw, Ni, Zaprawde
Τυχαίες λέξεις
Ιδιότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przyporządkować, właściwość, przymiot, cecha, przydawka, własność, przymiotnik, przypisywać, atrybut, nieruchomość, majątek, mienie