Ορθότητα στα πολωνικά

Μετάφραση: ορθότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stosowność, proboszcz, prostota, prawość, właściwość, poprawność, prawidłowość, poprawności, prawidłowości, prawdziwości
Ορθότητα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθότητα

ορθότητα αφμ, ορθότητα επιχειρήματος, ορθότητα επιχειρημάτων, ορθότητα μετρήσεων, ορθότητα και πιστότητα μιας διεργασίας, ορθότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, ορθότητα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ορθοδοξία στα πολωνικά - norma, prawowierność, ortodoksja, prawosławie, ortodoksji, orthodoxy, ortodoksją
  • ορθόδοξος στα πολωνικά - prawowierny, konwencjonalny, ortodoksyjny, prawosławny, klasyczny, ortodoksyjna, orthodox
  • ορθώνομαι στα πολωνικά - podlecieć, podrożeć, wzlot, podnieść, wschodzenie, wstać, przyrost, ...
  • ορθώνω στα πολωνικά - zbudować, montować, budować, wznieść, naprostować, wznosić, składać, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: stosowność, proboszcz, prostota, prawość, właściwość, poprawność, prawidłowość, poprawności, prawidłowości, prawdziwości