Wścibiać στα ελληνικά
Μετάφραση: wścibiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωμένος, ώθηση, μπήγω, ώσης, ώση, ώθησης, ωθήσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambasadorski στα ελληνικά - πρεσβευτικός, πρεσβευτικούς, πρέσβεων, πρεσβευτών, πρεσβευτικό
- cytat στα ελληνικά - παράθεση, μνημονεύω, παραθέτω, καθορίζω, χωρίο, παραπομπή, παραπομπή που, ...
- czczy στα ελληνικά - αργόσχολος, απλός, μάταιος, αδρανής, άδειος, εγωκεντρικός, άνεργος, ...
- gorączkotwórczy στα ελληνικά - πυρετικός, αντιπυρετική, πυρετική, αντιπυρετικά, αντιπυρετικές
Τυχαίες λέξεις
Wścibiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωμένος, ώθηση, μπήγω, ώσης, ώση, ώθησης, ωθήσεως
Μεταφράσεις: χωμένος, ώθηση, μπήγω, ώσης, ώση, ώθησης, ωθήσεως