Wściekać στα ελληνικά

Μετάφραση: wściekać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διθυραμβικός, φουντώνω, οργή, μανία, ενθουσιώδης, λυσσομανώ, οργής, την οργή, η οργή
Wściekać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adam στα ελληνικά - Αδάμ, ο Αδάμ, Ο Adam, τον Αδάμ
  • brud στα ελληνικά - μουρνταριά, κακομοιριά, μαγαρίζω, βρομιά, βόρβορος, κοπριά, βρωμιά, ...
  • dobicie στα ελληνικά - τελειωτής, τελικού επεξεργαστή, τελικό επεξεργαστή, τελικός επεξεργαστής, finisher
  • frykatywny στα ελληνικά - προφέρονταν, χειλικό, δασείς, λαρυγγικούς, τριβόμενο
Τυχαίες λέξεις
Wściekać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διθυραμβικός, φουντώνω, οργή, μανία, ενθουσιώδης, λυσσομανώ, οργής, την οργή, η οργή