Wał στα ελληνικά
Μετάφραση: wał, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμαχώνας, αποβάθρα, έπαλξη, άξονας, όχθη, τάφρος, ανάχωμα, μόλος, μετερίζι, τράπεζα, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astmatyczny στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- filtr στα ελληνικά - φίλτρο, διηθώ, κρησαρίζω, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
- gałgaństwo στα ελληνικά - κουρέλια, ράκη, πανιά, τα κουρέλια, πανιών
- gorzki στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, πικρή, πικρό, πικρές, πικρά
Τυχαίες λέξεις
Wał στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμαχώνας, αποβάθρα, έπαλξη, άξονας, όχθη, τάφρος, ανάχωμα, μόλος, μετερίζι, τράπεζα, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο
Μεταφράσεις: προμαχώνας, αποβάθρα, έπαλξη, άξονας, όχθη, τάφρος, ανάχωμα, μόλος, μετερίζι, τράπεζα, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο