Wachlować στα ελληνικά

Μετάφραση: wachlować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρας, ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πείθω, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
Wachlować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktywizm στα ελληνικά - ακτιβισμός, ακτιβισμό, ακτιβισμού, τον ακτιβισμό, ο ακτιβισμός
  • cytra στα ελληνικά - σαντούρι, τσίτερ, zither, με σαντούρι, ξυλοφώνου
  • gwardia στα ελληνικά - φύλακας, φρουρώ, φρουρά, φυλάω, φύλακες, προφυλακτήρες, φρουρών, ...
Τυχαίες λέξεις
Wachlować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρας, ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πείθω, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα