Walić στα ελληνικά
Μετάφραση: walić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βροντώ, δέρνω, νικώ, κατρακυλώ, φθορά, μάντρα, εγκοπή, λίβρα, παρακμάζω, χτυπώ, λίμπρα, πέφτω, σαπίζω, γδούπος, σφυροκοπώ, πετσοκόβω, χτυπώ δυνατά, ηχηρό κτύπημα, κτυπώ δυνατά, χτύπημα ηχηρό, κτύπημα ηχηρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dacharz στα ελληνικά - στεγαστής, roofer, κεραμιδάδες, τεχνίτης στέγης, roofer που
- emocjonalizm στα ελληνικά - συναισθηματισμού, συναισθηματισμός, συναισθηματισμό, ευσυγκινησία, συναισθηματικότητα
- formater στα ελληνικά - μορφοποιητή, μορφοποίησης, διαμορφωτή, μορφοποιητής, του μορφοποιητή
- ilustrowany στα ελληνικά - γυαλιστερός, στιλπνός, παραστατικός, απεικονίζεται, απεικονίζονται, εικονίζεται, φαίνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Walić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βροντώ, δέρνω, νικώ, κατρακυλώ, φθορά, μάντρα, εγκοπή, λίβρα, παρακμάζω, χτυπώ, λίμπρα, πέφτω, σαπίζω, γδούπος, σφυροκοπώ, πετσοκόβω, χτυπώ δυνατά, ηχηρό κτύπημα, κτυπώ δυνατά, χτύπημα ηχηρό, κτύπημα ηχηρό
Μεταφράσεις: βροντώ, δέρνω, νικώ, κατρακυλώ, φθορά, μάντρα, εγκοπή, λίβρα, παρακμάζω, χτυπώ, λίμπρα, πέφτω, σαπίζω, γδούπος, σφυροκοπώ, πετσοκόβω, χτυπώ δυνατά, ηχηρό κτύπημα, κτυπώ δυνατά, χτύπημα ηχηρό, κτύπημα ηχηρό