Walnąć στα ελληνικά

Μετάφραση: walnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέχω, χαστούκι, συντρίβω, γυμνοσάλιαγκας, ραντίζω, ραπίζω, σφαίρα, bashing, επιτίθενται, σπάσετε, χτυπούσαν δυνατά
Walnąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amperosekunda στα ελληνικά - αμπέρ, τιμή αμπέρ, ampere, τιμή σε Αμπέρ, ένταση σε αμπέρ
  • cholernik στα ελληνικά - οξύθυμος, Spitfire, θυμώδης, από Spitfire
  • fantom στα ελληνικά - φάντασμα, Phantom, φαντασμική, διακεκομμένες γραμμές, φαντάσματος
  • furora στα ελληνικά - παραφορά, σάλο, σάλος, μανία, σάλο που
Τυχαίες λέξεις
Walnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέχω, χαστούκι, συντρίβω, γυμνοσάλιαγκας, ραντίζω, ραπίζω, σφαίρα, bashing, επιτίθενται, σπάσετε, χτυπούσαν δυνατά