Wapnować στα ελληνικά

Μετάφραση: wapnować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασπρίζω, ασβέστης, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
Wapnować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arsen στα ελληνικά - αρσενικό, αρσενικού, το αρσενικό, του αρσενικού, συγκεντρώσεων αρσενικού
  • balsamiczny στα ελληνικά - βαλσαμικός, βαλσαμική, βαλσάμικο, βαλσαμικό, μπαλσάμικο
  • frezowanie στα ελληνικά - άλεσμα, άλεσης, άλεση, αλέσεως, φρεζάρισμα
Τυχαίες λέξεις
Wapnować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασπρίζω, ασβέστης, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία