Ασπρίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybielać, obielić, wapnować, pobielić, bielić, wybieleć, zbieleć, wybielić się, bieleć
Ασπρίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασπρίζω

ασπρίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ασπρίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ασπίδα στα πολωνικά - pancerz, odbój, bufor, tarczka, osłonić, tarcza, ekran, ...
  • ασπιρίνη στα πολωνικά - aspiryna, aspiryny, aspirynę, kwas acetylosalicylowy, ASA
  • ασπόνδυλος στα πολωνικά - bezkręgowiec, bezkręgowy, bezpodstawny, bezkręgowców, bezkręgowych
  • αστάθεια στα πολωνικά - niestałość, zmienność, niestabilność, chwiejność, niestabilności, brak stabilności
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wybielać, obielić, wapnować, pobielić, bielić, wybieleć, zbieleć, wybielić się, bieleć