Wbrew στα ελληνικά

Μετάφραση: wbrew, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναντίον, κατά, έναντι, κατά της, από
Wbrew στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezwzględnie στα ελληνικά - αυστηρά, τελείως, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
  • debiut στα ελληνικά - ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του
  • emulować στα ελληνικά - μιμούμαι, παραβγαίνω, μιμηθούν, μιμηθεί, μιμηθούμε, μιμούνται, εξομοιώσετε
  • gumożywica στα ελληνικά - ρετσίνι
Τυχαίες λέξεις
Wbrew στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναντίον, κατά, έναντι, κατά της, από