Wciskanie στα ελληνικά

Μετάφραση: wciskanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρεσάρω, πιέζω, Πιέζοντας, Πατώντας, πάτημα, πατήσετε, Αν πατήσετε
Wciskanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstrakt στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
  • cynowany στα ελληνικά - κονσέρβες, κονσερβοποιημένα, κονσέρβα, τις κονσέρβες, κονσερβών
  • duplikat στα ελληνικά - ομόλογος, διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
  • etnologiczny στα ελληνικά - εθνολογικός, Εθνολογικό, εθνολογική, εθνολογικής, εθνολογικά
Τυχαίες λέξεις
Wciskanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρεσάρω, πιέζω, Πιέζοντας, Πατώντας, πάτημα, πατήσετε, Αν πατήσετε