Wejście στα ελληνικά
Μετάφραση: wejście, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταχώρηση, λήμμα, προ-, επιβίβαση, τρύπα, πύλη, είσοδος, διέξοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czerpać στα ελληνικά - ζωγραφίζω, προέρχομαι, σέσουλα, αντλώ, βρύση, επισύρω, παρακεντώ, ...
- dokuczliwy στα ελληνικά - φορτικός, ενοχλητικός, εμπαθής, κακεντρεχής, μοχθηρός, γκρίνια, κακόκεφο, ...
- egzemplarz στα ελληνικά - βιβλίο, ομόλογος, καπαρώνω, βιβλιάριο, αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, ...
- flakowaty στα ελληνικά - χαλαρός, χαύνος, χαλαρή, χαλαρό, πλαδαρό
Τυχαίες λέξεις
Wejście στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταχώρηση, λήμμα, προ-, επιβίβαση, τρύπα, πύλη, είσοδος, διέξοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
Μεταφράσεις: καταχώρηση, λήμμα, προ-, επιβίβαση, τρύπα, πύλη, είσοδος, διέξοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο