Więzienie στα ελληνικά

Μετάφραση: więzienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
Więzienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apaszka στα ελληνικά - μαντήλι, κασκόλ, μαντίλι, μαντίλα, φουλάρι
  • czubić στα ελληνικά - καυγαδίζω, καυγάς, διαπληκτίζομαι, φιλονικία
  • definiowanie στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
  • ilustracja στα ελληνικά - εικονογράφηση, εικόνα, περιβάλλον, είδωλο, αριθμός, πρόσωπο, απεικονίσεων, ...
Τυχαίες λέξεις
Więzienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής