Wirować στα ελληνικά
Μετάφραση: wirować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, περιστρέφομαι, γνέθω, περιστρέφω, δίνη, στροβιλισμού, στροβίλου, περιδίνησης, στροβιλισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpłciowo στα ελληνικά - αγενώς, αγενή, ασεξουαλικά, αγενή αναπαραγωγή, αφυλετικά
- cieplarnia στα ελληνικά - κουζίνα, θερμοκήπιο, σέρρας, θερμοκήπια, θερμοκήπιο που
- epiczny στα ελληνικά - επικός, έπος, επική, επικό, επικές, επικά
- inauguracja στα ελληνικά - εγκαίνια, εγκαινίων, των εγκαινίων, εγκαινίαση, ορκωμοσία
Τυχαίες λέξεις
Wirować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, περιστρέφομαι, γνέθω, περιστρέφω, δίνη, στροβιλισμού, στροβίλου, περιδίνησης, στροβιλισμό
Μεταφράσεις: στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, περιστρέφομαι, γνέθω, περιστρέφω, δίνη, στροβιλισμού, στροβίλου, περιδίνησης, στροβιλισμό