Wkopywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wkopywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νύξη, σαρκασμός, σκάβω, κέντρισμα
Wkopywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bak στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
  • cukiernica στα ελληνικά - ζάχαρη, ζάχαρης, της ζάχαρης, τη ζάχαρη, σακχάρου
  • dosiadanie στα ελληνικά - εφορμώ, αρπαγή, swoop, προσγειωνόμαστε, επιπίπτω και αρπάζω
  • doszczelniacz στα ελληνικά - Caulker, καλαφάτης
Τυχαίες λέξεις
Wkopywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νύξη, σαρκασμός, σκάβω, κέντρισμα