Wnioskować στα ελληνικά
Μετάφραση: wnioskować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεραίνομαι, υπολογίζω, καταλήγω, προκαλώ, παρακαλώ, συμπεραίνω, διαφωνώ, συνάγω, ζητώ, παράκληση, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, τελειώνω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czaprak στα ελληνικά - στέγαση, στεγαστικός, σέλλα, σαμάρι, σέλα, σέλας, σέλλας
- garbus στα ελληνικά - καμπούρα, καμπούρης, καμπούρη, hunchback, Κουασιμόδου
- gimnazjum στα ελληνικά - κολέγιο, γυμνάσιο, γυμνασίου, λύκειο, το γυμνάσιο, λυκείου
- hikora στα ελληνικά - αγριοκαρυδιά, Hickory, άσπρη καρυδιά, άσπρων καρυδιών, άσπρης καρυδιάς
Τυχαίες λέξεις
Wnioskować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεραίνομαι, υπολογίζω, καταλήγω, προκαλώ, παρακαλώ, συμπεραίνω, διαφωνώ, συνάγω, ζητώ, παράκληση, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, τελειώνω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Μεταφράσεις: συμπεραίνομαι, υπολογίζω, καταλήγω, προκαλώ, παρακαλώ, συμπεραίνω, διαφωνώ, συνάγω, ζητώ, παράκληση, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, τελειώνω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν