Woskować στα ελληνικά
Μετάφραση: woskować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akwalung στα ελληνικά - aqualung, μπουκάλα οξυγόνου, αναπνευστήρα
- amadeusz στα ελληνικά - Amadeus, Η Amadeus, της Amadeus, την Amadeus, Αμαντέους
- garbować στα ελληνικά - μαύρισμα, καφετί, βυρσοδεψώ, μαυρίζω, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, ...
- geofizyczny στα ελληνικά - γεωφυσικές, γεωφυσική, γεωφυσικά, γεωφυσικών, γεωφυσικής
Τυχαίες λέξεις
Woskować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
Μεταφράσεις: κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού