Κερί στα πολωνικά
Μετάφραση: κερί, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stawać, woskować, nawoskować, powiększać, rosnąć, wosk, lak, pastować, świeca, świeczka, candle, świec
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερί
κερί στα ρούχα, κερί ονειροκρίτης, κερί για έπιπλα, κερί αποτρίχωσης, κερί αναμμένο, κερί λεξικό γλώσσας πολωνικά, κερί στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κενός στα πολωνικά - nieobecny, pusty, mdły, wolny, bezmyślny, nieświeży, bezduszny, ...
- κεράσι στα πολωνικά - czereśnia, wiśnia, wisienka, czereśniowy, wiśniowy, cherry
- κεραία στα πολωνικά - antena, zwiewny, lotniczy, czułek, powietrzny, macka, napowietrzny, ...
- κεραμίδι στα πολωνικά - płytka, tafelka, kafel, taflować, tafla, dachówka, płytki, ...
Τυχαίες λέξεις
Κερί στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: stawać, woskować, nawoskować, powiększać, rosnąć, wosk, lak, pastować, świeca, świeczka, candle, świec
Μεταφράσεις: stawać, woskować, nawoskować, powiększać, rosnąć, wosk, lak, pastować, świeca, świeczka, candle, świec