Wpajać στα ελληνικά

Μετάφραση: wpajać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, εμφυτεύω, ενσταλάζω, εμφυσώ, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, εμφυσήσουν, εντυπώσουμε
Wpajać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atak στα ελληνικά - πρόσβαση, βιαιοπραγία, προσβλητικός, συνέπεια, επιδρομή, επίθεση, προσπέλαση, ...
  • blezer στα ελληνικά - χρωματιστή ζακέτα, Blazer, σακάκι, Το Blazer, μπλέιζερ
  • bliźnić στα ελληνικά - επουλώνομαι, επουλώνω, γιατρεύω
  • bzik στα ελληνικά - τρέλα, μανιβέλα, μανία, τρέλας, τρέλα για, τρέλα της
Τυχαίες λέξεις
Wpajać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμφυτεύω, ενσταλάζω, εμφυσώ, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, εμφυσήσουν, εντυπώσουμε