Wplątać στα ελληνικά
Μετάφραση: wplątać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτυχή, πλέκω, ρελιάζω, κοτσίδα, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
Μεταφράσεις
- brnąć στα ελληνικά - παραπαίω, παραδέρνω, μπερδεύω, συγχέω, ανακατεύω, αγωνίζομαι, αγώνας, ...
- fonologiczny στα ελληνικά - φωνολογικός, φωνολογικής, φωνολογική, φωνολογικές, φωνολογικό
- gałęzisty στα ελληνικά - branchy, κλαδιά
- hacker στα ελληνικά - χάκερ, των hacker, των hackers, χάκερς
Τυχαίες λέξεις
Wplątać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτυχή, πλέκω, ρελιάζω, κοτσίδα, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
Μεταφράσεις: πτυχή, πλέκω, ρελιάζω, κοτσίδα, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση