Wschodzić στα ελληνικά
Μετάφραση: wschodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σηκώνω, αναστηλώνω, ανατέλλω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, ανατρέφω, υψώνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezkwiatowy στα ελληνικά - flowerless
- cło στα ελληνικά - προβληματίζω, δασμοί, φόρος, έθιμα, τιμολόγιο, τελωνείο, φορολογώ, ...
- głębokość στα ελληνικά - βαθύς, βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
- halsować στα ελληνικά - καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα
Τυχαίες λέξεις
Wschodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σηκώνω, αναστηλώνω, ανατέλλω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, ανατρέφω, υψώνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: σηκώνω, αναστηλώνω, ανατέλλω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, ανατρέφω, υψώνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται